Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διαβάτης
1 item total
διαβάτης ο [δjavátis] Ο10 : (λογοτ.) ο περαστικός, ο οδοιπόρος: Άδειοι δρόμοι με λιγοστούς διαβάτες. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί χωμένοι στα παλτά τους.

[αρχ. διαβάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go