Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δηνάριο
1 item total
δηνάριο το [δinário] Ο42 : 1. ονομασία του εθνικού νομίσματος διάφορων χωρών: ~ Γιουγκοσλαβίας. 2. νόμισμα της αρχαίας Ρώμης.

[λόγ.: 2: ελνστ. δηνάριον < λατ. denarius· 1: σημδ. σερβικό dinar ( [dín-] ) < μσν. δηνάριον ή μέσω του αραβ. dinār]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go