Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοτική
2 εγγραφές [1 - 2]
δημοτική η [δimotikí] Ο29 : η μορφή της νεοελληνικής κοινής γλώσσας, όπως διαμορφώθηκε ιδίως τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια από τον προφορικό λόγο του Nεοέλληνα και όπως καλλιεργήθηκε στη λογοτεχνία: Γραμματική / συντακτικό / λεξικό της δημοτικής. Οπαδοί / αντίπαλοι της δημοτικής. H ~ βαθμιαία επικράτησε σε όλους σχεδόν τους τομείς εκτοπίζοντας την καθαρεύουσα. Γράφω / μιλώ στη ~.

[λόγ. < γαλλ. démotique `λαϊκή σε αντίθεση προς λόγια γλώσσα΄, αρχική σημ. της γαλλ. λ.: `γραφή και γλώσσα των αιγυπτιακών κατά την ελνστ. εποχή΄ < θηλ. του αρχ. επιθ. δημοτικός `που αναφέρεται στον πολύ κόσμο΄ με βάση την αρχ. φρ. δημοτικά γράμματα `η λαϊκή γραφή σε αντίθεση προς τα ἱρά (= ιερά) γράμματα, τα ιερογλυφικά΄]

δημοτικός -ή -ό [δimotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το λαό, που έχει δημιουργηθεί ή προέρχεται από αυτόν: Δημοτικοί χοροί. Δημοτικά τραγούδια. Δημοτική γλώσσα, η δημοτική. || Δημοτικό σχολείο, στο οποίο κυρίως παρέχεται η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. β. που ανήκει στη δημοτική γλώσσα: Δημοτικοί τύποι. γ. που έχει σχέση με το δημοτικό σχολείο: Δημοτική εκπαίδευση, η πρωτοβάθμια. 2. που έχει σχέση με το δήμο, τη μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης: Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο. Δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Δημοτικοί φόροι. Δημοτική επιχείρηση / περιουσία. ~ υπάλληλος. Δημοτικό θέατρο / νοσοκομείο. Δημοτική βιβλιοθήκη. Δημοτικό μέγαρο, δημαρχείο.

[λόγ.: 2: αρχ. δημοτικός (< δημότης)· 1α: αρχ. δημοτικός `σε κοινή χρήση΄ (δημοτικά τραγούδια: μτφρδ. γερμ. Volkslieder)· 1β: δημο τ(ική) -ικός· 1γ: κατά το δημοτικό σχολείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες