Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημοσιοποιώ
1 εγγραφή
δημοσιοποιώ [δimosiopió] -ούμαι Ρ10.9 : καθιστώ κτ. γνωστό, ανακοινώνω δημοσίως.

[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. publier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες