Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημεύω [δimévo] -ομαι Ρ5.1 : επιβάλλω, ως δημόσιο, σε κπ. την ποινή της αφαίρεσης (μέρους ή του συνόλου) των περιουσιακών του στοιχείων· (πρβ. απαλλοτριώνω): Aπελάθηκε ως κατάσκοπος και δημεύτηκε η περιουσία του.
[λόγ. < αρχ. δημεύω]