Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημαγωγία
1 εγγραφή
δημαγωγία η [δimaγojía] Ο25 : πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στο να κερδίσει τη συμπάθεια, την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης με απατηλά μέσα, με κολακείες, υποσχέσεις κτλ.: Προτίμησε την εύκολη ~ από τον υπεύθυνο πολιτικό λόγο. || δημαγωγική ενέργεια: Kέρδισαν τις εκλογές με δημαγωγίες και λαϊκισμούς.

[λόγ. < αρχ. δημαγωγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες