Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δηλώνω
1 εγγραφή
δηλώνω [δilóno] -ομαι Ρ1 : 1. λέω ή ανακοινώνω κτ. συνήθ. με επίσημο τρόπο: Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι δεν παραιτείται. Ο μάρτυρας δήλωσε ότι η πρώτη του κατάθεση είναι ψευδής. 2α. ισχυρίζομαι κτ. σχετικά με τον εαυτό μου, λέω ότι είμαι: Δηλώνει άθεος / φασίστας / μάγκας. Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. β. δείχνω, φανερώνω ότι υπάρχει, ότι συμβαίνει κτ.: ~ υποταγή / πίστη / αφοσίωση σε κπ. Ύφος / συμπεριφορά που δηλώνει αποφασιστικότητα. γ. (στο γ' πρόσ.) σημαίνει: Tι δηλώνει το αρκτικόλεξο IKA; Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις. 2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ. υπεύθυνα και με το νόμιμο τρόπο σε μια αρμόδια αρχή, υπηρεσία: ~ τη γέννηση ενός παιδιού / το γάμο μου / το θάνατο κάποιου στο ληξιαρχείο. Όσοι επιστρέφουν από το εξωτερικό είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στο τελωνείο τα αντικείμενα που έχουν αγοράσει. Εισοδήματα που δεν έχουν δηλωθεί στην εφορία. Όλοι οι αλλοδαποί πρέπει να δηλωθούν στα τοπικά αστυνομικά τμήματα. Πόρνη (μη) δηλωμένη στην αρμόδια υπηρεσία.

[1: μσν. δηλώνω < αρχ. δηλ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. déclarer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες