Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσπότης
2 εγγραφές [1 - 2]
δεσπότης 1 ο [δespótis] Ο10 : 1. (ιστ.) αρχηγός δεσποτάτου: ~ της Hπείρου. 2. άρχοντας, ηγεμόνας με απόλυτη κυριαρχία.

[λόγ. < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]

δεσπότης 2 ο πληθ. και δεσποτάδες : α. επίσκοπος ή μητροπολίτης. β. Δεσπότης, προσωνυμία του Xριστού: Ο Kύριος και Δεσπότης ημών Iησούς Xριστός.

[ελνστ. δεσπότης (στη νέα σημ.) < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες