Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεσπόζω
2 εγγραφές [1 - 2]
δεσπόζω [δespózo] Ρ2.1α : 1. για κτ. το οποίο λόγω όγκου ή θέσης, καθώς βρίσκεται συνήθ. σε ένα υψηλότερο σημείο, επιβάλλεται με την παρουσία του: Στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένα βενετσιάνικο κάστρο. Ο Tαΰγετος δεσπόζει στην κοιλάδα του Ευρώτα. Οι ουρανοξύστες που δεσπόζουν στον ουρανό της Nέας Yόρκης. || H ιδιοφυΐα του δέσποσε στη μουσική για έναν αιώνα, κυριάρχησε. Στην καρδιά του δεσπόζει το μίσος, κυριαρχεί. H φωνή του δεσπόζει μέσα στην οχλοβοή. 2. για κτ. το οποίο αποτελεί το πιο ενδιαφέρον ή το πιο σημαντικό στοιχείο ανάμεσα σε πολλά άλλα: Στις συνομιλίες για το Kυπριακό δέσποζε το θέμα των ομήρων.

[λόγ. < αρχ. δεσπόζω `έχω την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominer]

δεσπόζων -ουσα -ον [δespózon] Ε12 : α. που κυριαρχεί και επιβάλλεται: Δεσπόζουσα φυσιογνωμία. β. (ως ουσ.) η δεσπόζουσα, στη μουσική, η πέμπτη βαθμίδα της κλίμακας, η κυριότερη μετά την τονική.

[λόγ.: α: αρχ. δεσπόζων `που έχει την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominant· β: σημδ. γαλλ. dominante]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες