Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσμώτης ο [δezmótis] Ο10 : 1. με συναισθηματική φόρτιση, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται στη φυλακή ή έχει τεθεί υπό περιορισμό: ~ της χούντας. 2. (μτφ.) αυτός που βρίσκεται υπό την άμεση εξάρτηση εξαιρετικά δυσάρεστων καταστάσεων: ~ του ιλίγγου.
[λόγ. < αρχ. δεσμώτης]