Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαπέντε
1 εγγραφή
δεκαπέντε [δekapénde] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δεκαπέντε (15) μονάδες: Kάθε τάξη πρέπει να έχει ~ μαθητές το πολύ. Είναι ~ χρονών. ~ χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού δέκατος πέμπτος): Σελίδα / κεφάλαιο ~. Έφτασε στις ~ Aυγούστου, τη δέκατη πέμπτη μέρα. (έκφρ.) (σαν) σήμερα* ~. 2. (ως ουσ.) το δεκαπέντε: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δέκα και πέντε ίσον ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρα ~. Aυτό το γραπτό παίρνει ~ / είναι για ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δεκαπέντε: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δεκαπέντε. γ. το ~ (΄15), αντί 1915: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία δεκαπέντε χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Έφτασε τα ~.

[ελνστ. δεκαπέντε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες