Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκαδικός -ή -ό [δekaδikós] Ε1 : (μαθημ.) που έχει ως βάση αρίθμησης τον αριθμό δέκα: Δεκαδικό σύστημα (αρίθμησης), που έχει ως βάση τον αριθμό δέκα και κατά το οποίο χρησιμοποιούνται τα ψηφία 0 ως 9: Στο δεκαδικό σύστημα, ο αριθμός που δηλώνει πόσες μονάδες μιας τάξης σχηματίζουν μία μονάδα της αμέσως ανώτερης τάξης είναι το δέκα. Δεκαδική αρίθμηση. Δεκαδικοί λογάριθμοι. Δεκαδικό μετρικό σύστημα, σύστημα μέτρων και σταθμών στο οποίο τόσο τα πολλαπλάσια όσο και τα υποπολλαπλάσια των κύριων μονάδων είναι δεκαδικές δυνάμεις αυτών των βασικών μονάδων. Δεκαδικό κλάσμα, απλό κλάσμα ο παρονομαστής του οποίου είναι το δέκα ή δύναμη του δέκα. ~ αριθμός, που αποτελείται από έναν ακέραιο αριθμό και ένα δεκαδικό κλάσμα (π.χ. 2,25). Δεκαδικό ψηφίο, καθένα από τα ψηφία ενός δεκαδικού αριθμού που τοποθετούνται μετά την υποδιαστολή: Ο ~ αριθμός 2,25 έχει δύο δεκαδικά ψηφία.
[λόγ. < ελνστ. δεκαδικός `δεκαπλάσιος΄ σημδ. γαλλ. décimal]