Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαχτυλιά
1 εγγραφή
δαχτυλιά η [δaxtilá] Ο24 : το αποτύπωμα που αφήνει ένα λερωμένο συνήθ. δάχτυλο: Tα τζάμια ήταν γεμάτα δαχτυλιές.

[δάχτυλ(ο) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες