Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαμάλα
1 εγγραφή
δαμάλα η [δamála] Ο25 : (λαϊκότρ.) νεαρή αγελάδα πριν ή λίγο μετά την πρώτη της γέννα.

[αρχ. δαμάλ(η) μεταπλ. κατά τη λ. αγελάδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες