Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίφρος
1 εγγραφή
δίφρος ο [δífros] Ο18 : (αρχαιολ.) 1. ο χώρος του άρματος όπου καθόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής. || (επέκτ.) πολεμικό άρμα ή γενικά άμαξα. 2. είδος πτυσσόμενου συνήθ. σκαμνιού.

[λόγ. < αρχ. δίφρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες