Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίοπος ο [δíopos] Ο20α : (στρατ.) ο κατώτατος βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού: ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης, αντίστοιχος με το δεκανέα ΕΠY του στρατού ξηράς.
[λόγ. < αρχ. δίοπος `αξιωματικός πλοίου΄]