Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέσμιος
1 εγγραφή
δέσμιος -α -ο [δézmios] Ε6 : 1. για κρατούμενο που τον έχουν δέσει με χειροπέδες, αλυσίδες κτλ.: Οδηγήθηκε ~ στις φυλακές. Στάθηκε ~ μπροστά στον κυβερνήτη. || που του έχουν στερήσει την ελευθερία, που κρατείται φυλακισμένος ή υπό περιορισμό: Kρατήθηκε ~ τρία χρόνια. 2. (μτφ.) που εξαρτάται ψυχολογικά από κτ. από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαγεί: Είναι ~ του πάθους του / του παρελθόντος του. Είναι δέσμια της ζήλιας της.

[λόγ. < αρχ. δέσμιος `δεμένος με δεσμά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες