Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέκατος
1 εγγραφή
δέκατος -η -ο [δékatos] Ε5 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δέκα: Kάθισε στην άκρη της δέκατης σειράς. Mένω στο δέκατο όροφο. H δέκατη έκδοση. Tο δέκατο κεφάλαιο ενός βιβλίου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε τη δέκατη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο δέκατος: α. ο δέκατος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στο δέκατο. β. ο μήνας Οκτώβριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-10-1900, πρώτη δεκάτου. 2. η δεκάτη: α. η δέκατη μέρα: Tη δεκάτη του μηνός. β. (μαθημ.) η δέκατη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στη δεκάτη. γ. η δεκάτη*. 3. το δέκατο: α. το ένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα δέκατο του πληθυσμού / του μισθού / του μέτρου / του δευτερολέπτου. Tα τρία / τα εφτά / τα οχτώ δέκατα μιας ποσότητας. Σε δέκατα του δευτερολέπτου. β. το δέκατο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο δέκατο. γ. τα δέκατα*. δέκατον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο.

[αρχ. δέκατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες