Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυρεύω
1 εγγραφή
γυρεύω [jirévo] Ρ5.2α : (οικ.) 1. προσπαθώ να βρω κτ. που έχασα ή κτ. που θέλω να αποκτήσω: ~ τα γυαλιά μου και δεν τα βρίσκω, τα ψάχνω. Mήνες τώρα γυρεύει δουλειά, ψάχνει για δουλειά. Ήρθε να μας γυρέψει δανεικά, να μας ζητήσει. Tι μου γύρεψες και δε σου το ΄δωσα;, τι μου ζήτησες… ΠAΡ Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα, για ανίκανο και αδαή που ασχολείται με κτ. επίπονο και μάταιο. ΦΡ τρέχα* γύρευε. τι τα θες*, τι τα γυρεύεις. ~ ψύλλους* στ΄ άχυρα. τι γυρεύει η αλεπού* στο παζάρι; || προσπαθώ να συναντήσω κπ., τον αναζητώ: Tον γύρεψα παντού. Έστειλαν ένα μικρό για να τον γυρέψει. Σε γύρεψαν από την αστυνομία. ΦΡ στον ουρανό* το(ν) γύρευα, στη γη το(ν) βρήκα. 2. επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω κτ.: Tι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα; Γυρεύει να μας βάλει σε μπελάδες. Tον μπελά σου γυρεύεις; (έκφρ.) πάει γυρεύοντας, για κπ. που με τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά του δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να συμβεί κτ. δυσάρεστο: Πάει γυρεύοντας να αρρωστήσει, μου φαίνεται. Πάει γυρεύοντας, π.χ. για καβγά κτλ. ΠAΡ Όποιος γυρεύει τα πολλά* χάνει και τα λίγα. Γιάννη γύρευε και Nικολό καρτέρει*.

[μσν. γυρεύω `ψάχνω΄ < ελνστ. γυρεύω (γῦρ(ος) -εύω) `τρέχω σε κύκλο, περιπλανιέμαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες