Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γυναικολόγος
1 item total
γυναικολόγος ο [jinekolóγos] Ο18 θηλ. γυναικολόγος [jinekolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη γυναικολογία.

[λόγ. < γαλλ. gynécologue < gynéco(logie) = γυναικο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go