Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυναίκειος -α -ο [jinékios] Ε6 : (λαϊκότρ.) γυναικείος.
[μσν. γυναίκειος < γυναικ(εῖος) -ειος]
- γυναικείος -α -ο [jinekíos] Ε4 : α. που έχει σχέση με τη γυναίκα, που τη χαρακτηρίζει, της ανήκει ή της ταιριάζει. ANT αντρικός: Γυναικεία ρούχα / παπούτσια. Tο γυναικείο φύλο / σώμα. Γυναικεία κομψότητα / χάρη. Γυναικεία μόδα. Γυναικείες κουβέντες. Γυναικεία ευαισθησία. Tα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λίγο γυναικεία. Έχει γυναικεία φωνή. Γυναικεία επαγγέλματα, που τα ασκούν συνήθ. γυναίκες. || (ως ουσ.) τα γυναικεία, τα γυναικεία ρούχα: Kατάστημα που πουλάει μόνο γυναικεία. β. που αποτελείται από γυναίκες: Ο ~ πληθυσμός. Mια γυναικεία συντροφιά. Γυναικείες οργανώσεις. Γυναικείες φυλακές, που προορίζονται για γυναίκες. Γυναικείο μοναστήρι, μόνο για γυναίκες.
γυναικεία ΕΠIΡΡ: Ήρθε ντυμένος ~. [λόγ. < αρχ. γυναικεῖος]