Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνώνω
1 εγγραφή
γυμνώνω [jimnóno] -ομαι Ρ1 : 1. αφαιρώ τα ρούχα από κπ.: Γύμνωσε το παιδί, για να του κάνει μπάνιο. Γυμνώθηκε από τη μέση και πάνω. Ξαφνικά γυμνώθηκε μπροστά τους. 2. (μτφ.) α. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη: Οι αντίπαλοι γύμνωσαν τα ξίφη τους. β. Tα δέντρα γυμνώθηκαν από τα φύλλα τους. γ. ~ ένα καλώδιο, αφαιρώ το προστατευτικό περίβλημα και αποκαλύπτω το σύρμα. δ. κλέβω, ληστεύω: Οι διαρρήκτες μού γύμνωσαν το σπίτι.

[μσν. γυμνώνω < αρχ. γυμν(ῶ) -ώνω (1γ: λόγ. σημδ. αγγλ. strip)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες