Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνικός
1 εγγραφή
γυμνικός -ή -ό [jimnikós] Ε1 : Γυμνικοί αγώνες, στους οποίους οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί.

[λόγ. < αρχ. γυμνικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες