Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρύλος
2 εγγραφές [1 - 2]
γρύλος 1 ο [γrílos] Ο18 : έντομο της τάξης των ορθοπτέρων που το αρσενικό του, με το τρίψιμο των φτερών, παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο· το τριζόνι: Tις ζεστές νύχτες οι γρύλοι αρχινάνε το μονότονο τραγούδι τους.

[ελνστ. *γρύλλος (πρβ. λατ. gryllus) (διαφ. τα ελνστ. γρύλλος `γουρούνι΄ (δες στο γρι), γρύλλος `μουγκρί΄) (ορθογρ. απλοπ.)]

γρύλος 2 ο : ανυψωτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μερική ανύψωση του αυτοκινήτου, συνήθ. όταν πρόκειται να αλλάξουμε τροχό.

[< γρύλος 1 σημδ. ιταλ. grillo(talpa) ή γαλλ. (taupe-)grillon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες