Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γράσο
1 εγγραφή
γράσο το [γráso] Ο39 : λιπαντική ουσία για μηχανές.

[ιταλ. grasso]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες