Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γομφίος
1 εγγραφή
γομφίος ο [γomfíos] Ο18 : (ανατ.) τραπεζίτης 2.

[λόγ. < αρχ. γομφίος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες