Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γομάρι το [γomári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) γάιδαρος. 2. (υβρ.) για άνθρωπο αναίσθητο, αχάριστο και αδιάντροπο. 3. για άνθρωπο σωματώδη.
[μσν. γομάρι(ν) < ελνστ. γομάριον `φορτίο ζώου΄ υποκορ. του αρχ. γόμος `φορτίο΄]