Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γνώριμος -η -ο [γnórimos] Ε5 : 1. (για πρόσ.) που τον έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, που είναι γνωστός ή οικείος: Είμαστε παλιοί γνώριμοι. Γνώριμη φυσιογνωμία. || (ως ουσ.) ο γνώριμος, ο γνωστός. 2. που τον έχουμε γνωρίσει παλιά και εύκολα τον αναγνωρίζουμε: Mου είναι γνώριμο αυτό το τοπίο. Γνώριμες καταστάσεις. Ο ~ ήχος της καμπάνας.
[αρχ. γνώριμος]