Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσοπλάστης
1 εγγραφή
γλωσσοπλάστης ο [γlosoplástis] Ο10 θηλ. γλωσσοπλάστρια [γlosoplá stria] Ο27 : αυτός που πλάθει, που δημιουργεί καινούριες, δικές του λέξεις ή τύπους, οι οποίοι πλουτίζουν τη γλώσσα.

[λόγ. γλωσσο- + πλάστης· λόγ. γλωσσοπλάσ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες