Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυπτ
5 εγγραφές [1 - 5]
γλύπτης ο [γlíptis] Ο10 θηλ. γλύπτρια [γlíptria] Ο27 : καλλιτέχνης που δουλεύει την πέτρα, το μάρμαρο, το μέταλλο και άλλες σκληρές ύλες, δίνοντάς τους ανάγλυφη ή τρισδιάστατη μορφή: Οι κορυφαίοι γλύπτες της αρχαιότητας. Έλληνας ~ που ζει στο εξωτερικό. Tο εργαστήρι του γλύπτη.

[λόγ. < ελνστ. γλύπτης· λόγ. γλύ π(της) -τρια]

γλυπτική η [γliptikí] Ο29 : η τέχνη της τρισδιάστατης αναπαράστασης μέσα στο χώρο και η τέχνη του ανάγλυφου με τη χρησιμοποίηση κάποιου σκληρού υλικού: ~ σε ξύλο / σε πέτρα. Mνημειακή ~. || H αρχαία ελληνική ~. H ~ του 20ού αι.

[λόγ. < ελνστ. γλυπτική (ενν. τέχνη)]

γλυπτικός -ή -ό [γliptikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γλύπτη και στο έργο του: Δημιουργείται μια νέα γλυπτική αντίληψη, εντελώς αντίθετη από αυτή των αρχαίων Ελλήνων.

[λόγ. < ελνστ. γλυπτικός]

γλυπτοθήκη η [γliptoθíki] Ο30 : ειδικό μουσείο ή αίθουσα μουσείου, όπου εκτίθενται έργα γλυπτικής: H Γλυπτοθήκη του Mονάχου.

[λόγ. < γαλλ. glyptothèque < ελνστ. γλυπτό(ν) + -θήκη, κατά τη λ. bibliothèque = βιβλιοθήκη]

γλυπτός -ή -ό [γliptós] Ε1 : για έργο τέχνης, τρισδιάστατο ή ανάγλυφο, που είναι λαξευμένο σε σκληρό υλικό: ~ διάκοσμος. Γλυπτό διάζωμα. || (ως ουσ.) το γλυπτό, το έργο της γλυπτικής: Tα γλυπτά του Παρθενώνα.

[λόγ. < ελνστ. γλυπτός & ελνστ. ουσιαστικοπ. ουδ. γλυπτόν (ενν. ἔργον) του επιθ. γλυπτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες