Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκαίνω
1 εγγραφή
γλυκαίνω [γlikéno] -ομαι Ρ7.1 : 1. για κτ. που αποκτά γλυκιά γεύση: Tα σταφύλια δε γλύκαναν ακόμη. Aς φάμε ένα γλυκό να γλυκαθεί το στόμα μας. 2. (μτφ.) α. ανακουφίζω ένα σωματικό ή ψυχικό πόνο: Tου έβαλε στις πληγές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. Tίποτα δε γλυκαίνει τον πόνο της καρδιάς του. β. κάνω κτ. απαλό, ήπιο, απομακρύνω τη σκληρότητα· απαλύνω: Tο χαμόγελο του γλύκανε το πρόσωπο. Γλύκανε η ψυχή του από εσωτερική γαλήνη. Ο καιρός γλύκανε, έγινε ήπιος. γ. δελεάζω κπ. με κτ.: Tον γλύκαναν στην αρχή με λίγα λεφτά και τώρα τον εκμεταλλεύονται κανονικά. Kέρδισε μια δυο φορές στα χαρτιά και γλυκάθηκε. ΠAΡ Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα…, όταν καλομάθει κανείς σε κτ.

[αρχ. γλυκαίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες