Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γλείφτης
1 item total
γλείφτης ο [γlíftis] Ο10 θηλ. γλείφτρα [γlíftra] Ο25α : (υβρ.) που συμπεριφέρεται με δουλικότητα και κολακεύει τους άλλους για ιδιοτελείς σκοπούς.

[γλείφ(ω) -της· γλείφ(της) -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go