Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γκρας ο [grás] Ο1 : είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού: Είχαν κρεμασμένους τους γκράδες τους στον ώμο.
[γαλλ. ανθρωπων. Gras (όν. κατασκευαστή) (ορθογρ. δαν.)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[γαλλ. ανθρωπων. Gras (όν. κατασκευαστή) (ορθογρ. δαν.)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |