Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκραβούρα
1 εγγραφή
γκραβούρα η [gravúra] Ο25 : έργο χαρακτικής, κυρίως σε μέταλλο.

[λόγ. < γαλλ. gravur(e) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες