Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκλάβα
2 εγγραφές [1 - 2]
γκλάβα η [gláva] Ο25α : (ειρ.) το κεφάλι. ΦΡ δεν κόβει η ~ του / τίποτα δεν κατεβάζει η ~ του, είναι χαζός, δεν καταλαβαίνει, δεν αντιλαμβάνεται.

[σλαβ. glava]

γκλαβανή η [glavaní] Ο29 : (λαϊκότρ.) η καταπακτή.

[σλαβ. glavan(ija) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες