Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκιόνης
1 εγγραφή
γκιόνης ο [gónis] Ο11 : νυκτόβιο πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κουκουβάγια και που ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής του.

[αλβ. gjion -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες