Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκανιάν
1 εγγραφή
γκανιάν το [ganán] Ο (άκλ.) : στις ιπποδρομίες, το άλογο που φτάνει πρώ το στο τέρμα.

[λόγ. < γαλλ. gagnant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες