Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γκέτο το [géto] Ο (άκλ.) : 1. συνοικία στην οποία ήταν υποχρεωμένοι να ζουν οι Εβραίοι: Tο ~ της Bαρσοβίας. 2. υποβαθμισμένη περιοχή, όπου μια μειονότητα ανθρώπων ζει απομονωμένη από τον υπόλοιπο πληθυσμό: Tα ~ των μαύρων στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις. 3. (μτφ.) κατάσταση απομόνωσης: Ένα κράτος που προσπαθεί να βγει από το οικονομικό ~.
[λόγ. < γερμ. ή αγγλ. ghetto < βεν. gheto (ιταλ. ghetto)]



