Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιωταχής
1 εγγραφή
γιωταχής ο [jotaxís] Ο8 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) κάτοχος αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης: Οι γιωταχήδες διαμαρτύρονται για την αύξηση των ασφαλίστρων.

[γιωταχ(ί) -ής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες