Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεωργία η [jeorjía] Ο25 : κλάδος της παραγωγής που αφορά τη συστηματική καλλιέργεια της γης με σκοπό την παραγωγή αγαθών: Οι κάτοικοι των πεδινών περιοχών ασχολούνται με τη ~. || η γεωργία και η κτηνοτροφία: Yπουργείο Γεωργίας.
[λόγ. < αρχ. γεωργία]
- γεωργιανός -ή -ό [jeorjianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Γεωργία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Γεωργιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. || (ως ουσ.) η γεωργιανή, τα γεωργιανά, η γεωργιανή γλώσσα. 2. (ως ουσ.) ο Γεωργιανός, θηλ. Γεωργιανή, ο κάτοικος της Γεωργίας. || (ως επίθ.): Γεωργιανοί βουλευτές.
[λόγ. < μσν. γεωργιανός < τοπων. Γεωργί(α) -ανός]