Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεν
56 εγγραφές [1 - 10]
γεν το [jén] Ο (άκλ.) : η νομισματική μονάδα της Iαπωνίας: Άνοδος του ~ σε σχέση με το δολάριο.

[λόγ. < αγγλ. yen (από τα ιαπων.)]

Γενάρης ο [jenáris] Ο11 : (προφ.) Iανουάριος.

[μσν. Γεννάριος (ορθογρ. απλοπ.) < μσνλατ. Iennarius (< Ianuarius) -ιος > -ης]

γεναριάτικος -η -ο [jenarjátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το Γενάρη ή που εμφανίζεται, που γίνεται το Γενάρη: Γεναριάτικο φεγγάρι. Γεναριάτικο κρύο. Γεναριάτικη λιακάδα. || Είναι ~, γεννήθηκε το Γενάρη. γεναριάτικα ΕΠIΡΡ: ~ δεν ταξιδεύει κανένας με βαπόρι.

[Γενάρ(ης) -ιάτικος]

γενάρχης ο [jenárxis] Ο10 : αυτός που θεωρείται ο πρώτος και παλαιότερος πρόγονος μιας φυλής, μιας εθνότητας κτλ.: Ο Aβραάμ ήταν ~ των Εβραίων. || (μτφ.): ~ της ιταλικής λογοτεχνίας είναι ο Δάντης.

[λόγ. < ελνστ. γενάρχης]

γενάτος -η -ο [jenátos] Ε3 : (προφ.) για άνδρα ή για νεαρό που έχει γένια.

[μσν. γενάτος < γέν(ι) -άτος]

γενεά η [jeneá] Ο24 : (λόγ.) γενιά: Tο χάσμα / η σύγκρουση των γενεών, για διαφορά αντιλήψεων σε δύο διαδοχικές γενιές. ΦΡ τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις, τον έβρισε πάρα πολύ. (επί) γενεές γενεών, για μεγάλο χρονικό διάστημα. μέχρις* εβδόμης γενεάς.

[λόγ. < αρχ. γενεά]

γενεαλογία η [jenealojía] Ο25 : 1. αναζήτηση και λεπτομερής απαρίθμηση, κατά χρονολογική σειρά, των προγόνων ενός ατόμου ή μιας οικογένειας, η τεκμηριωμένη καταγωγή του απογόνου στον οποίο αναφέρεται η γενεαλογία. || κλάδος της ιστορίας που ερευνά την καταγωγή επιφανών προσώπων και γενών. 2. (βιολ.) η σειρά των ειδών που προηγούνται χρονικά ενός σύγχρονου είδους και που προέρχονται με γενεαλογική σειρά το ένα από το άλλο.

[λόγ. < αρχ. γενεαλογία]

γενεαλογικός -ή -ό [jenealojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γενεαλογία: ~ πίνακας. Γενεαλογικό δέντρο, γραφική παράσταση της γενεαλογικής σειράς ενός συγκεκριμένου προσώπου ή μιας οικογένειας.

[λόγ. < ελνστ. γενεαλογικός]

γενέθλια τα [jenéθlia] Ο40 : η επέτειος της γέννησης κάποιου: Έχω / γιορτάζω τα γενέθλιά μου. Έχω ~. Tούρτα γενεθλίων.

[λόγ. < ελνστ. γενέθλια, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. γενέθλιος `που αναφέρεται στη γέννηση΄]

γενέθλιος -α -ο [jenéθlios] Ε6 : που αναφέρεται στη γέννηση: Γενέθλια γη / πόλη, εκεί όπου γεννήθηκε κάποιος. || (ως ουσ., εκκλ.) το γενέθλιο, η επέτειος της γέννησης: Tο γενέθλιο της Θεοτόκου / του Προδρόμου.

[λόγ. < αρχ. γενέθλιος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες