Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενάρχης
1 εγγραφή
γενάρχης ο [jenárxis] Ο10 : αυτός που θεωρείται ο πρώτος και παλαιότερος πρόγονος μιας φυλής, μιας εθνότητας κτλ.: Ο Aβραάμ ήταν ~ των Εβραίων. || (μτφ.): ~ της ιταλικής λογοτεχνίας είναι ο Δάντης.

[λόγ. < ελνστ. γενάρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες