Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γαϊτανάκι
1 item total
γαϊτανάκι το [γ(ai)tanáki] Ο44α : χορός της Aποκριάς με μεταμφιεσμένους χορευτές που χορεύουν γύρω από ένα κάθετο κοντάρι, πλέκοντας και ξεπλέκοντας τις κορδέλες που κρέμονται από την κορυφή του: Έγινε προσπάθεια για την αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς με το ~. || (μτφ.): Προεδρικό / πολιτικό ~.

[γαϊτάν(ι) υποκορ. -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go