Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαρίδα η [γaríδa] Ο26 : μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμο, πολύ νόστιμο και ακριβό έδεσμα: Φάγαμε γαρίδες. ΦΡ (έγινε) ~ το μάτι (του), ορθάνοιχτο: α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ. β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί. γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ.
γαριδούλα η YΠΟKΟΡ. γαριδίτσα η YΠΟKΟΡ. γαριδάκι* το YΠΟKΟΡ. [μσν. γαρίδα < καρίδα (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ] ) < αρχ. καρίς, αιτ. -ίδα· γαρίδ(α) -ούλα, -ίτσα]
- γαριδάκι το [γariδáki] Ο44α : 1. μικρή γαρίδα. 2. (συνήθ. πληθ.) τυποποιημένη παιδική λιχουδιά με αλμυρή γεύση.
[υποκορ. γαρίδ(α) -άκι (η σημ. 2 από το σχήμα)]