Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμψός
1 εγγραφή
γαμψός -ή -ό [γampsós] Ε1 : που είναι κυρτός και μυτερός στην άκρη: Γαμψό ράμφος. Γαμψά νύχια. Γαμψή μύτη.

[λόγ. < αρχ. γαμψός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες