Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γίδα η [jíδa] Ο25 : η κατσίκα: Mαλλί από ~. Kουρεύτηκε σαν ~, για πολύ κοντό και άσκημο κούρεμα.
γιδούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. γίδα < γίδ(ι) μεγεθ. -α· γίδ(α) -ούλα]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. γίδα < γίδ(ι) μεγεθ. -α· γίδ(α) -ούλα]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |