Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γένεση
1 εγγραφή
γένεση η [jénesi] Ο33 : 1. η αρχή, η προέλευση ενός πνευματικού, ιστορικού, κοινωνικού κτλ. φαινομένου, ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε, η διαδοχική σειρά των μορφών που πήρε, σε σχέση με τις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίχτηκε: H ~ της τραγωδίας. H ~ ενός έργου τέχνης. (λόγ. έκφρ.) εν τη γενέσει, πριν εξελιχθεί και πάρει διαστάσεις κάποιο φαινόμενο: Kατέπνιξαν την επανάσταση εν τη γενέσει της. || (φιλοσ.) η δημιουργία, η προέλευση των όντων: H θεωρία της αυτόματης γένεσης. 2. Γένεση, το πρώτο βιβλίο της Π. Διαθήκης που αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου.

[λόγ. < αρχ. γένε(σις) -ση (πρβ. μσν. γένεση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες