Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόστρυχος
1 εγγραφή
βόστρυχος ο [vóstrixos] Ο19 : (λόγ.) η μπούκλα των μαλλιών.

[λόγ. < αρχ. βόστρυχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες