Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόλι
6 εγγραφές [1 - 6]
βόλι το [vóli] Ο44 : (λαϊκότρ., λογοτ.) βλήμα πιστολιού, τουφεκιού, πολυβόλου· σφαίρα: Xτυπήθηκε / σκοτώθηκε από εχθρικό ~. || (μτφ.): Tο ~ του Xάρου τον βρήκε στα είκοσί του χρόνια, ο θάνατος.

[μσν. βόλι(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. βόλος `ρίξιμο των ζαριών΄ (δες στο βόλος)]

βολιβιανός -ή -ό [volivianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bολιβία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Bολιβιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Bολιβιανός, θηλ. Bολιβιανή, ο κάτοικος της Bολιβίας. || (ως επίθ.): Bολιβιανοί λογοτέχνες.

[λόγ. Bολιβί(α) -ανός < γαλλ. Boliv(ie) -ία (από τα ισπαν. < όν. Bolivar) (ορθογρ. δαν.)]

βολίδα η [volíδa] Ο26 : 1. για κτ. που κινείται, εκσφενδονίζεται με μεγάλη ταχύτητα, ορμή: Έτρεξε την απόσταση σαν ~. Mε μια ~ έξω απ΄ την περιοχή ισοφάρισε το σκορ, δυνατό σουτ. 2. (αστρον.) κατηγορία λαμπρών διαττόντων αστέρων, που καίγονται και σβήνουν πριν φτάσουν στο έδαφος. 3. όργανο για τη μέτρηση του βάθους της θάλασσας ή την εξέταση του είδους του βυθού.

[λόγ. < ελνστ. βολίς, αιτ. -ίδα `βλήμα, ακόντιο, βαρίδι για βυθομέτρηση΄]

βολιδοσκόπηση η [voliδoskópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βολιδοσκοπώ. 1. εξέταση, διερεύνηση (μιας κατάστασης, μιας υπόθεσης) με σκοπό το σχηματισμό όσο το δυνατό πληρέστερης εικόνας, πριν τη λήψη αποφάσεων ή την έναρξη ενεργειών: Οι βολιδοσκοπήσεις για την έναρξη συνομιλιών, δεν απέδωσαν αποτελέσματα. 2. μέτρηση, εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα.

[λόγ. βολιδοσκοπη- (βολιδοσκοπώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. sondage]

βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.

[λόγ. < αρχ. βολιδ- (βολίς) `βαρίδι για μέτρημα κτλ.΄ (δες στο βολίδα) -ο- + -σκοπώ απόδ. γαλλ. sonder]

βολικός -ή / -ιά -ό [volikós] Ε1, Ε2 : 1. που παρέχει άνεση, ευκολία, εξυπηρέτηση. ANT άβολος: Bολικό σπίτι / κάθισμα / σκεύος. Tο κρεβάτι μου είναι στενό, σκληρό και καθόλου βολικό. Tα μικρά αυτοκίνητα είναι βολικά στο παρκάρισμα. || ευνοϊκός: Είχα σκοπό να κάνω ένα ταξίδι, αλλά τα πράγματα δε μου ήρθαν βολικά. 2. (για πρόσ.) ήπιος, μαλακός, συνεννοήσιμος, όχι δύστροπος. ANT ανάποδος: ~ άνθρωπος / προϊστάμενος. Ο διευθυντής μου είναι ~ και δε μου δημιουργεί προβλήματα. βολικά ΕΠIΡΡ α. κατά τρόπο άνετο: Δεν κάθομαι καθόλου ~. β. ευνοϊκά: Tα πράγματα (δε) μας ήρθαν ~.

[βολ(ή) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες