Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βροχόμετρο
1 εγγραφή
βροχόμετρο το [vroxómetro] Ο42 : μετεωρολογικό όργανο που συλλέγει και μετράει την ποσότητα της βροχής που πέφτει σε μια περιοχή επί ορισμένο χρονικό διάστημα.

[λόγ. βροχο-1 + -μετρον μτφρδ. γαλλ. pluviomètre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες